- θρασύνω
- (ΑΜ θρασύνω) [θρασύς]καθιστώ κάποιον θρασύ, αποθρασύνωμσν.-αρχ.παθ. θρασύνομαιπαίρνω υπερβολικό θάρρος, γίνομαι αυθάδηςαρχ.1. καυχιέμαι για κάτι, κομπάζω2. (μέσ. και παθ.). α) αποκτώ θάρρος, τολμώ να κάνω κάτιβ) φρ. «πρὶν ὅρμῳ ναῡν θρασυνθῆναι» — προτού μπει με ασφάλεια, άφοβα, το πλοίο στο λιμάνιΑισχύλ.).
Dictionary of Greek. 2013.